Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀρνεόβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
(6_18)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνεόβρωτος''': -ον, ὁ ὑπὸ ὀρνέων καταβρωθείς, Ἰω. Χρυσ., Σουΐδ. ἐν λ. [[οἰωνόβρωτος]].
|lstext='''ὀρνεόβρωτος''': -ον, ὁ ὑπὸ ὀρνέων καταβρωθείς, Ἰω. Χρυσ., Σουΐδ. ἐν λ. [[οἰωνόβρωτος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρνεόβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατασπαράχθηκε από όρνεα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνεον]] <span style="color: red;">+</span> [[βρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θηριό</i>-<i>βρωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνεόβρωτος Medium diacritics: ὀρνεόβρωτος Low diacritics: ορνεόβρωτος Capitals: ΟΡΝΕΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: orneóbrōtos Transliteration B: orneobrōtos Transliteration C: orneovrotos Beta Code: o)rneo/brwtos

English (LSJ)

ον,

   A eaten by birds, Suid. s.v. οἰωνόβρωτος.

German (Pape)

[Seite 382] von Vögeln gefressen, Suid., Erkl. von οἰωνόβρωτος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ ὀρνέων καταβρωθείς, Ἰω. Χρυσ., Σουΐδ. ἐν λ. οἰωνόβρωτος.

Greek Monolingual

ὀρνεόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που κατασπαράχθηκε από όρνεα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + βρωτός (< βιβρώσκω), πρβλ. θηριό-βρωτος].