ορνιθώνας: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(29)
(No difference)

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο (Α ὀρνιθών)
τόπος όπου κοιμούνται οι όρνιθες, το κοτέτσι
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) ο περιφραγμένος χώρος στον οποίο ζουν και βόσκουν οι όρνιθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + κατάλ. -ών(ας), πρβλ. αμπελ-ώνας].