ὀσιρίτης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(6_14)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀσῑρίτης''': ὁ Αἰγύπτιον [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[κυνοκεφάλιον]], cynocephalia, Ἀπίων παρὰ Πλίν. 30, 6.
|lstext='''ὀσῑρίτης''': ὁ Αἰγύπτιον [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[κυνοκεφάλιον]], cynocephalia, Ἀπίων παρὰ Πλίν. 30, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀσιρίτης]], ὁ (Α) (αιγυπτ. λ.) το [[φυτό]] [[κυνοκεφάλιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αιγυπτιακής προέλευσης].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσῑρίτης Medium diacritics: ὀσιρίτης Low diacritics: οσιρίτης Capitals: ΟΣΙΡΙΤΗΣ
Transliteration A: osirítēs Transliteration B: osiritēs Transliteration C: osiritis Beta Code: o)siri/ths

English (LSJ)

[ρῑ], ου, ὁ, Egypt.

   A = κυνοκεφάλιον, Apionap.Plin.HN30.18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀσῑρίτης: ὁ Αἰγύπτιον ὄνομα τοῦ φυτοῦ κυνοκεφάλιον, cynocephalia, Ἀπίων παρὰ Πλίν. 30, 6.

Greek Monolingual

ὀσιρίτης, ὁ (Α) (αιγυπτ. λ.) το φυτό κυνοκεφάλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αιγυπτιακής προέλευσης].