οσιώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
(29)
(No difference)

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὁσιῶ, -όω (Α) όσιος
1. κάνω κάποιον όσιο
2. απαλλάσσω κάποιον από ενοχή ή έγκλημα με εξιλαστήρια θυσία
3. κάνω εξιλέωση
4. μέσ. ὁσιοῡμαι, -όομαι
διατηρώ κάτι αγνό και αμόλυντο
5. παθ. εξαγνίζομαι
6. φρ. «ὁσιῶ (τινα) τῇ γῆ» — κηδεύω (κάποιον) από αίσθημα ευσέβειας.