διατηρώ

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source

Greek Monolingual

(AM διατηρῶ, -έω) τηρώ
1. διαφυλάσσω, συντηρώ
2. (για πρόσωπα) φυλάσσω σώο, διασώζω
3. κατέχω, φυλάσσω για πολύ χρόνο
νεοελλ.
1. συντηρώ με χρήματα μου, διατρέφω
2. διασώζω από τη φθορά, κρατώ αμετάβλητο
3. (για τρόφιμα) προφυλάσσω από την αποσύνθεση
4. μέσ. επιζώ, εξακολουθώ να υπάρχω, διατηρούμαι στη ζωή
μσν.
1. φροντίζω, περιποιούμαι
αρχ.
1. παρατηρώ, προσέχω
2. προφυλάσσω.