διατηρώ

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

(AM διατηρῶ, -έω) τηρώ
1. διαφυλάσσω, συντηρώ
2. (για πρόσωπα) φυλάσσω σώο, διασώζω
3. κατέχω, φυλάσσω για πολύ χρόνο
νεοελλ.
1. συντηρώ με χρήματα μου, διατρέφω
2. διασώζω από τη φθορά, κρατώ αμετάβλητο
3. (για τρόφιμα) προφυλάσσω από την αποσύνθεση
4. μέσ. επιζώ, εξακολουθώ να υπάρχω, διατηρούμαι στη ζωή
μσν.
1. φροντίζω, περιποιούμαι
αρχ.
1. παρατηρώ, προσέχω
2. προφυλάσσω.