ὀρόφινος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
(6_11)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρόφῐνος''': -η, -ον, κεκαλυμμένος διὰ καλάμων ἢ πεποιημένος ἐκ καλάμων, Αἰν. Τακτ. 32.
|lstext='''ὀρόφῐνος''': -η, -ον, κεκαλυμμένος διὰ καλάμων ἢ πεποιημένος ἐκ καλάμων, Αἰν. Τακτ. 32.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρόφινος]], -ίνη, -ον (Α) [[όροφος</i> / [[οροφή]]<br /><b>1.</b> σκεπασμένος με καλαμένια [[στέγη]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀρ <span style="color: red;"><</span> ο&GT;φίνη<br />[[καλάμη]] μελίνης».
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρόφῐνος Medium diacritics: ὀρόφινος Low diacritics: ορόφινος Capitals: ΟΡΟΦΙΝΟΣ
Transliteration A: oróphinos Transliteration B: orophinos Transliteration C: orofinos Beta Code: o)ro/finos

English (LSJ)

η, ον,

   A roofed with reeds, Aen.Tact.32.8 ; cf. ὀρ<ο>φίνη· καλάμη μελίνης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 386] mit Rohr bedeckt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρόφῐνος: -η, -ον, κεκαλυμμένος διὰ καλάμων ἢ πεποιημένος ἐκ καλάμων, Αἰν. Τακτ. 32. {{grml |mltxt=ὀρόφινος, -ίνη, -ον (Α) [[όροφος / οροφή
1. σκεπασμένος με καλαμένια στέγη
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρ < ο>φίνη
καλάμη μελίνης». }}