οὐθένεια: Difference between revisions

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
(6_10)
(29)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐθένεια''': ἡ, μεγαγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[οὐδένεια]], Εὐστ. Πονημάτ. 283, 65, κτλ.
|lstext='''οὐθένεια''': ἡ, μεγαγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[οὐδένεια]], Εὐστ. Πονημάτ. 283, 65, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐθένεια]] και οὐθενία, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οὐδένεια]].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 411] ἡ, οὐθέτερος, spätere Formen für οὐδένεια u. οὐδέτερος. Vgl. οὐθείς.

Greek (Liddell-Scott)

οὐθένεια: ἡ, μεγαγεν. τύπος ἀντὶ οὐδένεια, Εὐστ. Πονημάτ. 283, 65, κτλ.

Greek Monolingual

οὐθένεια και οὐθενία, ἡ (Α)
βλ. οὐδένεια.