ουρανισκόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(30)
(No difference)

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο
γραμμ. αυτός που κατ' εξοχήν προφέρεται με τον ουρανίσκο («ουρανισκόφωνοι φθόγγοι» — τα άφωνα κ, γ, χ, αλλ. ουρανικά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανίσκος + φωνή (πρβλ. χειλό-φωνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Εμ. Φωτιάδη].