ουρίζω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(30) |
(No difference)
|
Revision as of 12:12, 29 September 2017
Greek Monolingual
(I)
οὐρίζω (Α)
ιων. τ. βλ. ορίζω.———————— (II)
(Α οὐρίζω) [[[ούρος]] (II)]
πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο
αρχ.
1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ' ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ' ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.)
2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο («σαλεύουσαν κατ' ὀρθὸν οὔρισας», Σοφ.).