οὐρηρός: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(6_18)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρηρός''': -όν, ὁ πρὸς οὔρησιν, οὐρηρὸν [[ἀγγεῖον]], οὐροδόχον [[ἀγγεῖον]], [[ἀμίς]], «κατουροκάνατον», Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 803.
|lstext='''οὐρηρός''': -όν, ὁ πρὸς οὔρησιν, οὐρηρὸν [[ἀγγεῖον]], οὐροδόχον [[ἀγγεῖον]], [[ἀμίς]], «κατουροκάνατον», Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 803.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐρηρός]], -ά, -όν (Α)<br />(συν. για [[αγγείο]]) ο [[κατάλληλος]] για [[ούρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὐρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρηρός Medium diacritics: οὐρηρός Low diacritics: ουρηρός Capitals: ΟΥΡΗΡΟΣ
Transliteration A: ourērós Transliteration B: ourēros Transliteration C: ouriros Beta Code: ou)rhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A urinary, ἄγγος Philum.Ven.14.5, cf. Aët.6.3, Sch.Ar.V.803.

German (Pape)

[Seite 418] zum Urin gehörig, ἀγγεῖον, Nachtgeschirr, Uringefäß, Schol. Ar. Vesp. 807 Erklärung von ἀμίς.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρηρός: -όν, ὁ πρὸς οὔρησιν, οὐρηρὸν ἀγγεῖον, οὐροδόχον ἀγγεῖον, ἀμίς, «κατουροκάνατον», Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 803.

Greek Monolingual

οὐρηρός, -ά, -όν (Α)
(συν. για αγγείο) ο κατάλληλος για ούρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].