ὀψωνισμός: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_19)
(30)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψωνισμός''': -οῦ, ὁ, = [[ὀψωνιασμός]], διάφ. γραφὴ παρὰ Μενάνδρ. ([[Πολυδ]]. Ϛϳ, 38), Βυζαντ.
|lstext='''ὀψωνισμός''': -οῦ, ὁ, = [[ὀψωνιασμός]], διάφ. γραφὴ παρὰ Μενάνδρ. ([[Πολυδ]]. Ϛϳ, 38), Βυζαντ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀψωνισμός]], ὁ (ΑΜ) [[οψωνίζω]]<br />(δ. γρφ.) [[οψωνιασμός]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 434] ὁ, = ὀψωνιασμός, als schlechtes Wort des Men. bezeichnet Poll. 6, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνισμός: -οῦ, ὁ, = ὀψωνιασμός, διάφ. γραφὴ παρὰ Μενάνδρ. (Πολυδ. Ϛϳ, 38), Βυζαντ.

Greek Monolingual

ὀψωνισμός, ὁ (ΑΜ) οψωνίζω
(δ. γρφ.) οψωνιασμός.