παγγέραστος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(a)
 
(30)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0435.png Seite 435]] von Allen geehrt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0435.png Seite 435]] von Allen geehrt, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''παγγέραστος''': -ον, ὁ ὑπὸ πάντων τιμώμενος, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[παγγέραστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που τιμάται από όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γέρας]] «[[βραβείο]]», με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>γ</i>·].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 435] von Allen geehrt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παγγέραστος: -ον, ὁ ὑπὸ πάντων τιμώμενος, Βυζ.

Greek Monolingual

παγγέραστος, -ον (Μ)
αυτός που τιμάται από όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + γέρας «βραβείο», με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ·].