παγγέραστος

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

German (Pape)

[Seite 435] von Allen geehrt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παγγέραστος: -ον, ὁ ὑπὸ πάντων τιμώμενος, Βυζ.

Greek Monolingual

παγγέραστος, -ον (Μ)
αυτός που τιμάται από όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + γέρας «βραβείο», με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ·].