παγγέραστος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_18)
(30)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παγγέραστος''': -ον, ὁ ὑπὸ πάντων τιμώμενος, Βυζ.
|lstext='''παγγέραστος''': -ον, ὁ ὑπὸ πάντων τιμώμενος, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[παγγέραστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που τιμάται από όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γέρας]] «[[βραβείο]]», με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>γ</i>·].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 435] von Allen geehrt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παγγέραστος: -ον, ὁ ὑπὸ πάντων τιμώμενος, Βυζ.

Greek Monolingual

παγγέραστος, -ον (Μ)
αυτός που τιμάται από όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + γέρας «βραβείο», με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ·].