ὀψωνητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
(6_11)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψωνητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀψωνεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν τροφῶν, [[τέχνη]] Ἀθήν. 228C, 313F.
|lstext='''ὀψωνητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀψωνεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν τροφῶν, [[τέχνη]] Ἀθήν. 228C, 313F.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀψωνητικός]], -ή, -όν (Α) [[οψωνητής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αγορά]] όψων, [[ιδίως]] ψαριών.
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψωνητικός Medium diacritics: ὀψωνητικός Low diacritics: οψωνητικός Capitals: ΟΨΩΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: opsōnētikós Transliteration B: opsōnētikos Transliteration C: opsonitikos Beta Code: o)ywnhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for purveying, τέχνη Ath. 6.228c, 7.313f.

German (Pape)

[Seite 434] ή, όν, zum Einkaufen der Speisen, bes. Fische gehörig; ἡ ὀψωνητική, sc. τέχνη, die Kunst, Fische gut einzukaufen. Ein Buch darüber vom Samier Lynkeus citirt Ath. VII, 313 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀψωνεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν τροφῶν, τέχνη Ἀθήν. 228C, 313F.

Greek Monolingual

ὀψωνητικός, -ή, -όν (Α) οψωνητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά όψων, ιδίως ψαριών.