παλινδωμήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(30) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλινδωμήτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ ἀνοικοδομῶν, ὁ ἐκ νέου οἰκοδομῶν, πρὸς δὲ π όνους [[ἤιξε]] παλινδωμήτορας οἴκου Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. Ἁγ. Σοφίας 218. | |lstext='''πᾰλινδωμήτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ ἀνοικοδομῶν, ὁ ἐκ νέου οἰκοδομῶν, πρὸς δὲ π όνους [[ἤιξε]] παλινδωμήτορας οἴκου Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. Ἁγ. Σοφίας 218. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλινδωμήτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />αυτός που οικοδομεί εκ νέου, αυτός που ανοικοδομεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[δωμήτωρ]] «[[κτίστης]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>δωμῶ</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 450] ορος, der wieder aufbau't, Paul. Sil. descr. soph. 83.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινδωμήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀνοικοδομῶν, ὁ ἐκ νέου οἰκοδομῶν, πρὸς δὲ π όνους ἤιξε παλινδωμήτορας οἴκου Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. Ἁγ. Σοφίας 218.
Greek Monolingual
παλινδωμήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
αυτός που οικοδομεί εκ νέου, αυτός που ανοικοδομεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δωμήτωρ «κτίστης» (< δωμῶ)].