παλινστρόβητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
(6_18)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλινστρόβητος''': -ον, παλινστροβήτοις πημοναῖς ἁλώμενος, «ὀπισθορμήτοις, πολυπλάτοις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 739.
|lstext='''πᾰλινστρόβητος''': -ον, παλινστροβήτοις πημοναῖς ἁλώμενος, «ὀπισθορμήτοις, πολυπλάτοις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 739.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλινστρόβητος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> <i>στροβῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρόβος]] «[[περιστροφή]]»].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινστρόβητος Medium diacritics: παλινστρόβητος Low diacritics: παλινστρόβητος Capitals: ΠΑΛΙΝΣΤΡΟΒΗΤΟΣ
Transliteration A: palinstróbētos Transliteration B: palinstrobētos Transliteration C: palinstrovitos Beta Code: palinstro/bhtos

English (LSJ)

ον,

   A whirled or twirled round, Lyc. 739.

German (Pape)

[Seite 450] zurück gewirbelt, gedreht, Lycophr. 739.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινστρόβητος: -ον, παλινστροβήτοις πημοναῖς ἁλώμενος, «ὀπισθορμήτοις, πολυπλάτοις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 739.

Greek Monolingual

παλινστρόβητος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + στροβῶ (< στρόβος «περιστροφή»].