παναισθησία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(6_9) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παναισθησία''': ἡ, [[πλήρης]] ζωηρότης τῶν αἰσθήσεων, ἐκ διορθώσεως του Meibom. ἐν Διογ. Λ. 10. 65, ἀντὶ ἀναισθ-. | |lstext='''παναισθησία''': ἡ, [[πλήρης]] ζωηρότης τῶν αἰσθήσεων, ἐκ διορθώσεως του Meibom. ἐν Διογ. Λ. 10. 65, ἀντὶ ἀναισθ-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παναισθησία]], ἡ (Α)<br />[[πλήρης]] [[ζωηρότητα]], [[ευρωστία]] τών αισθήσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>αἰσθησία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A full vigour of the senses, D.L. 10.65 (Meibom for ἀναισθ-).
Greek (Liddell-Scott)
παναισθησία: ἡ, πλήρης ζωηρότης τῶν αἰσθήσεων, ἐκ διορθώσεως του Meibom. ἐν Διογ. Λ. 10. 65, ἀντὶ ἀναισθ-.
Greek Monolingual
παναισθησία, ἡ (Α)
πλήρης ζωηρότητα, ευρωστία τών αισθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰσθησία].