πανήμαρ: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(30)
(No difference)

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (επικ. τ.) κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, καθ' όλη την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἦμαρ «ημέρα» (πρβλ. αντ-ήμαρ)].