παντοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(6_18)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παντοεργός''': -όν, ὁ τὰ πάντα ἐργαζόμενος, ἐκτελῶν, κατορθῶν, [[δύναμις]] Φιλόλαος ἐν Στοβ. Ἐκκλ. 1.8.
|lstext='''παντοεργός''': -όν, ὁ τὰ πάντα ἐργαζόμενος, ἐκτελῶν, κατορθῶν, [[δύναμις]] Φιλόλαος ἐν Στοβ. Ἐκκλ. 1.8.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, ΜΑ<br />αυτός που κατορθώνει τα [[πάντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλο</i>-<i>εργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντοεργός Medium diacritics: παντοεργός Low diacritics: παντοεργός Capitals: ΠΑΝΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: pantoergós Transliteration B: pantoergos Transliteration C: pantoergos Beta Code: pantoergo/s

English (LSJ)

όν,

   A all-effective, δύναμις Philol. ap. Stob.1 Prooem. 3.

German (Pape)

[Seite 464] Alles thuend, vollendend, Stob. ecl. phys. 1, 3 aus Philol.

Greek (Liddell-Scott)

παντοεργός: -όν, ὁ τὰ πάντα ἐργαζόμενος, ἐκτελῶν, κατορθῶν, δύναμις Φιλόλαος ἐν Στοβ. Ἐκκλ. 1.8.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που κατορθώνει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. καλο-εργός].