παραφθαδόν: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(6_7) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραφθᾰδόν''': Ἐπίρρ., προφθαστά, προφθάνων, [[μετὰ]] γεν., Ὀππ. Ἁλ. 3. 298. | |lstext='''παραφθᾰδόν''': Ἐπίρρ., προφθαστά, προφθάνων, [[μετὰ]] γεν., Ὀππ. Ἁλ. 3. 298. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) προφθάνοντας, προφθαστά<br /><b>2.</b> ανταγωνιστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>φθαν</i>- του [[φθάνω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δόν</i> (<b>πρβλ.</b> [[υποφθαδόν]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A overtaking, c. gen., Opp.H.3.298 : abs., in rivalry, ib.4.97.
German (Pape)
[Seite 506] adv., zuvorkommend, Opp. Hal. 3, 298.
Greek (Liddell-Scott)
παραφθᾰδόν: Ἐπίρρ., προφθαστά, προφθάνων, μετὰ γεν., Ὀππ. Ἁλ. 3. 298.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. (με γεν.) προφθάνοντας, προφθαστά
2. ανταγωνιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θ. φθαν- του φθάνω + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. υποφθαδόν)].