παρεκδρομή: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
(6_9)
(31)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεκδρομή''': ἡ, [[παρέκβασις]], Εὐστ. Πονημάτ. 284. 20, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 115C.
|lstext='''παρεκδρομή''': ἡ, [[παρέκβασις]], Εὐστ. Πονημάτ. 284. 20, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 115C.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Μ<br />[[παρέκβαση]] λόγου, [[παρέκκλιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκδρομή]] «[[παρέκβαση]] λόγου» (<span style="color: red;"><</span> [[ἐκδραμεῖν]], απρμφ. αορ. του [[ἐκτρέχω]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 513] ἡ, die Abschweifung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκδρομή: ἡ, παρέκβασις, Εὐστ. Πονημάτ. 284. 20, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 115C.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
παρέκβαση λόγου, παρέκκλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκδρομή «παρέκβαση λόγου» (< ἐκδραμεῖν, απρμφ. αορ. του ἐκτρέχω)].