παρημελημένως: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(6_6)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρημελημένως''': Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12.
|lstext='''παρημελημένως''': Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> απερίσκεπτα, αμελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρημελημένος</i> του <i>παραμελῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρημελημένως Medium diacritics: παρημελημένως Low diacritics: παρημελημένως Capitals: ΠΑΡΗΜΕΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: parēmelēménōs Transliteration B: parēmelēmenōs Transliteration C: parimelimenos Beta Code: parhmelhme/nws

English (LSJ)

Adv., (παραμελέω)

   A negligently, διατρεφόμενος Plu. 2.34od, f.l. in D.H.7.12.

German (Pape)

[Seite 521] adv. part. perf. pass. von παραμελέω, vernachlässigt, Dion. Hal. 7, 12 Luc. amor. 50.

Greek (Liddell-Scott)

παρημελημένως: Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. απερίσκεπτα, αμελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρημελημένος του παραμελῶ].