παυστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_10) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παυστικός''': ἡ, όν, = τῷ προηγ., παυστικὸν δίψης Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 51. | |lstext='''παυστικός''': ἡ, όν, = τῷ προηγ., παυστικὸν δίψης Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 51. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παύω]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[κατάπαυση]] ή [[ανακούφιση]], ο [[παυστήριος]] («[[παυστικός]] δίψης», Μέγα Ετυμολογικόν). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, = foreg. 1,
A δίψης EM543.51.
German (Pape)
[Seite 538] = dem Vorhergehenden, δίψης, E. M. 543, 51.
Greek (Liddell-Scott)
παυστικός: ἡ, όν, = τῷ προηγ., παυστικὸν δίψης Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 51.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παύω
ο κατάλληλος για κατάπαυση ή ανακούφιση, ο παυστήριος («παυστικός δίψης», Μέγα Ετυμολογικόν).