κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ο / Παφλαγών, -όνος, ΝΑ(ιδίως στον πληθ.) οι Παφλαγόνεςοι κάτοικοι της Παφλαγονίας ή όσοι κατάγονται από την περιοχή αυτή.