Παφλαγόνας: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(31)
(No difference)

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο / Παφλαγών, -όνος, ΝΑ
(ιδίως στον πληθ.) οι Παφλαγόνες
οι κάτοικοι της Παφλαγονίας ή όσοι κατάγονται από την περιοχή αυτή.