πατραδέλφη: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_11)
(31)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατρᾰδέλφη''': ἡ, τοῦ πατρὸς [[ἀδελφή]], [[θεία]] πρὸς πατρός, Γλωσσ.
|lstext='''πατρᾰδέλφη''': ἡ, τοῦ πατρὸς [[ἀδελφή]], [[θεία]] πρὸς πατρός, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />η [[αδελφή]] του [[πατέρα]], η [[θεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], -<i>τρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀδελφή]] (<b>πρβλ.</b> <i>γυναικ</i>-<i>αδέλφη</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 535] ἡ, Vaters Schwester, Tante von väterlicher Seite.

Greek (Liddell-Scott)

πατρᾰδέλφη: ἡ, τοῦ πατρὸς ἀδελφή, θεία πρὸς πατρός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η αδελφή του πατέρα, η θεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + ἀδελφή (πρβλ. γυναικ-αδέλφη)].