παχύχυμος: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(6_17)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰχύχῠμος''': -ον, ὁ ἔχων παχεῖς χυμούς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 52, κτλ.
|lstext='''πᾰχύχῠμος''': -ον, ὁ ἔχων παχεῖς χυμούς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 52, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει παχύ, πηχτο χυμό («δύσπεπτα καὶ παχύχυμα», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χυμός]] (<b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>χυμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύχῡμος Medium diacritics: παχύχυμος Low diacritics: παχύχυμος Capitals: ΠΑΧΥΧΥΜΟΣ
Transliteration A: pachýchymos Transliteration B: pachychymos Transliteration C: pachychymos Beta Code: paxu/xumos

English (LSJ)

ον,

   A with thick juices, Id.6.261, Alex.Aphr.Pr.1.52, etc.

German (Pape)

[Seite 540] = Vorigem, Alex. Aphrod.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύχῠμος: -ον, ὁ ἔχων παχεῖς χυμούς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 52, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει παχύ, πηχτο χυμό («δύσπεπτα καὶ παχύχυμα», Αλέξ. Αφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + χυμός (πρβλ. κακό-χυμος)].