πεδιεινός: Difference between revisions
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
(6_12) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεδιεινός''': ἴδε [[πεδινός]]· | |lstext='''πεδιεινός''': ἴδε [[πεδινός]]· | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[πεδινός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A flat, level, χῶρος Hdt.7.198 (v.l. πεδινός) ; πεδιναὶ ὑποχωρήσεις Plb.1.34.8 ; τὰ πεδινά Arist.Pr.880b28, Aen.Tact.1.2, Onos.18, Plu.Nic.26 : Comp. πεδιεινότερος Pl.Lg.704d ; πεδινώτερος X.An.5.5.2. II of the plain, found on the plain, opp. ὄρειος, λαγώς Id.Cyn.5.17. (πεδινός, v.l. πεδεινός) ; [δένδρα] πεδεινά Thphr.HP1.8.1, cf. 3.11.2 ; πεδινὸν ἄνθος, = ἀργεμώνη, Ps.-Dsc.2.177. (πεδιεινός may have become πεδῑνός (written also πεδεινός) about 150 B.C. ; πεδῐνός is dub., since πεδινώτερος may be f. l. in X.An. l. c.)
German (Pape)
[Seite 541] = πεδιαῖος, Plat. Legg. IV, 704 d, wo Bekker πεδιεινοτέραν statt πεδινωτέραν aus fünf Handschriften hergestellt hat.
Greek (Liddell-Scott)
πεδιεινός: ἴδε πεδινός·
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(δ. γρφ.) βλ. πεδινός.