περίστεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(6_18) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίστεπτος''': -ον, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ταινίαις [[περίστεπτος]] Ἐμπεδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 62. | |lstext='''περίστεπτος''': -ον, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ταινίαις [[περίστεπτος]] Ἐμπεδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 62. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[περιστέφω]]<br />περιστεφανωμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A crowned, wreathed, ταινίαις Emp.112.6.
German (Pape)
[Seite 594] umkränzt, umgeben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίστεπτος: -ον, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ταινίαις περίστεπτος Ἐμπεδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 62.
Greek Monolingual
-ον, Α περιστέφω
περιστεφανωμένος.