περισυγκαταλαμβάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_20)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισυγκαταλαμβάνομαι''': Παθ., περιέχομαι, ἔν τινι, συνάπτομαι μετά τινος, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 60.
|lstext='''περισυγκαταλαμβάνομαι''': Παθ., περιέχομαι, ἔν τινι, συνάπτομαι μετά τινος, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 60.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> περιλαμβάνομαι, περιέχομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> συνάπτομαι με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>συν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>καταλαμβάνομαι</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

English (LSJ)

Pass.,

   A to be included, τοὺς ἑτέρους ἤχους π. ὑπὸ τῶν ἑτέρων Arist.Aud.803b41.

Greek (Liddell-Scott)

περισυγκαταλαμβάνομαι: Παθ., περιέχομαι, ἔν τινι, συνάπτομαι μετά τινος, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 60.

Greek Monolingual

Α
1. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι μέσα σε κάτι
2. συνάπτομαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + συν + καταλαμβάνομαι].