πετασώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(6_7) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πετᾰσώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων φύλλα ὅμοια κατὰ τὸ [[σχῆμα]] πρὸς πέτασον, ἐπὶ φυτῶν τινων (πρβλ. [[πετασίτης]]), Φανίας παρ’ Ἀθην. 371D. | |lstext='''πετᾰσώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων φύλλα ὅμοια κατὰ τὸ [[σχῆμα]] πρὸς πέτασον, ἐπὶ φυτῶν τινων (πρβλ. [[πετασίτης]]), Φανίας παρ’ Ἀθην. 371D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες, Α [[πέτασος]]<br />όμοιος με πέτασο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A hat-shaped, σπερμάτων φύσις Phan. Hist. 27 ; φύλλον Dsc.4.107.
German (Pape)
[Seite 605] ες, wie πετασίτης, hutförmig, schirmförmig, doldenförmig, bes. mit schirmförmigen Blätteen od. Doldenblüthen, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πετᾰσώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων φύλλα ὅμοια κατὰ τὸ σχῆμα πρὸς πέτασον, ἐπὶ φυτῶν τινων (πρβλ. πετασίτης), Φανίας παρ’ Ἀθην. 371D.
Greek Monolingual
-ες, Α πέτασος
όμοιος με πέτασο.