πετασών: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(6_22)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πετᾰσών''': -ῶνος, ὁ, χοιρομήριον, Λατ. petaso, Ἀθήν. 657Ε.
|lstext='''πετᾰσών''': -ῶνος, ὁ, χοιρομήριον, Λατ. petaso, Ἀθήν. 657Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />το χειρομέρι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. πιθ. συνδέεται με το [[πέτασος]] και απαντά και στη Λατινική με τη [[μορφή]] <i>petaso</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετᾰσών Medium diacritics: πετασών Low diacritics: πετασών Capitals: ΠΕΤΑΣΩΝ
Transliteration A: petasṓn Transliteration B: petasōn Transliteration C: petason Beta Code: petasw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A ham, Ath.14.657e.

German (Pape)

[Seite 605] ῶνος, ὁ, der Schinken vom Vorderblatte des Schweins, lat. petaso, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πετᾰσών: -ῶνος, ὁ, χοιρομήριον, Λατ. petaso, Ἀθήν. 657Ε.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
το χειρομέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το πέτασος και απαντά και στη Λατινική με τη μορφή petaso].