εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(32) |
(No difference)
|
-α, -ο, Ν
αυτός που προέρχεται από πηγάδι («πηγαδήσιο νερό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγάδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουν-ήσιος)].