πηγαδήσιος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
(32)
(No difference)

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που προέρχεται από πηγάδι («πηγαδήσιο νερό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγάδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουν-ήσιος)].