πηρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(6_7)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηρώδης''': -ες, βεβλαμμένος κατά τι [[μέρος]] τοῦ σώματος, Ἡσύχ. ἐν λ. [[γυιός]].
|lstext='''πηρώδης''': -ες, βεβλαμμένος κατά τι [[μέρος]] τοῦ σώματος, Ἡσύχ. ἐν λ. [[γυιός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ες, Α [[πηρός]]<br />ακρωτηριασμένος, [[ανάπηρος]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηρώδης Medium diacritics: πηρώδης Low diacritics: πηρώδης Capitals: ΠΗΡΩΔΗΣ
Transliteration A: pērṓdēs Transliteration B: pērōdēs Transliteration C: pirodis Beta Code: phrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A maimed, Hsch. s.v. γυιός.

Greek (Liddell-Scott)

πηρώδης: -ες, βεβλαμμένος κατά τι μέρος τοῦ σώματος, Ἡσύχ. ἐν λ. γυιός.

Greek Monolingual

-ες, Α πηρός
ακρωτηριασμένος, ανάπηρος.