πλαστήρι: Difference between revisions
From LSJ
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
(32) |
(No difference)
|
Revision as of 12:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
το / πλαστήριον, ΝΜ
νεοελλ.
1. πλασταριά
2. κυλινδρική ράβδος χρήσιμη για την κατασκευή λεπτών φύλλων ζύμης, αλλ. πλάστης ή μπλάστρης
μσν.
εργαστήριο αγγειοπλαστικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω/πλάθω + επίθημα -τήρι(ον) (πρβλ. κλαδευ-τήρι, σουρω-τήρι)].