πλασταριά

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

η, Ν
πλατιά σανίδα ή μικρό τραπέζι στο οποίο πλάθεται η ζύμη ή κόβεται σε φύλλα, πλαστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάθω (πρβλ. πλάστης) + κατάλ. -αριά (πρβλ. ψησταριά)].