πλαστήρι
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek Monolingual
το / πλαστήριον, ΝΜ
νεοελλ.
1. πλασταριά
2. κυλινδρική ράβδος χρήσιμη για την κατασκευή λεπτών φύλλων ζύμης, αλλ. πλάστης ή μπλάστρης
μσν.
εργαστήριο αγγειοπλαστικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω/πλάθω + επίθημα -τήρι(ον) (πρβλ. κλαδευτήρι, σουρωτήρι)].