πλευροκοπώ: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
(33) |
(No difference)
|
Revision as of 12:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
-άω / πλευροκοπῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
επιτίθεμαι από τα πλευρά σε στρατιωτικό τμήμα ή σε οχυρωμένη θέση, προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σχηματισμού του εχθρού
αρχ.
χτυπώ κάποιον στα πλευρά («πλευροκοπῶν δίχ' ἀνερρήγνυ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κοπώ, σφυρο-κοπώ].