πνευματοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(6_18) |
(33) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πνευμᾰτοφόρος''': -ον, ὁ φερόμενος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, [[θεόπνευστος]], Πέτρ. Ἀλ. 516D, Ἀθαν. Ι, 464C, κλπ. | |lstext='''πνευμᾰτοφόρος''': -ον, ὁ φερόμενος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, [[θεόπνευστος]], Πέτρ. Ἀλ. 516D, Ἀθαν. Ι, 464C, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που φέρει το Άγιο Πνεύμα, εμπνευσμένος από την [[θεία]] [[χάρη]] του Αγίου Πνεύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνεῦμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A bearing the spirit, inspired, ib.Ho.9.7; προφῆται ib.Ze.3.4.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτοφόρος: -ον, ὁ φερόμενος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θεόπνευστος, Πέτρ. Ἀλ. 516D, Ἀθαν. Ι, 464C, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που φέρει το Άγιο Πνεύμα, εμπνευσμένος από την θεία χάρη του Αγίου Πνεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -φόρος].