πολυαμάρτητος: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(6_17) |
(33) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυαμάρτητος''': -ον, ὁ εἰς πολλὰς ἁμαρτίας ὑποπεσών, [[σφόδρα]] [[ἁμαρτωλός]], Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 271, κλπ. | |lstext='''πολυαμάρτητος''': -ον, ὁ εἰς πολλὰς ἁμαρτίας ὑποπεσών, [[σφόδρα]] [[ἁμαρτωλός]], Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 271, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ [[αμαρτωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁμαρτάνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>αμάρτητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>αμάρτητος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 659] sehr sündig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαμάρτητος: -ον, ὁ εἰς πολλὰς ἁμαρτίας ὑποπεσών, σφόδρα ἁμαρτωλός, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 271, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ αμαρτωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἁμαρτάνω (πρβλ. αν-αμάρτητος, δυσ-αμάρτητος)].