πολύβρωτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύβρωτος''': -ον, καταβεβρωμένος [[πανταχόθεν]], κατεσπαραγμένος, μέλεα, ἐπὶ τοῦ Ἀκταίωνος, Νόνν. Δ. 5. 502. | |lstext='''πολύβρωτος''': -ον, καταβεβρωμένος [[πανταχόθεν]], κατεσπαραγμένος, μέλεα, ἐπὶ τοῦ Ἀκταίωνος, Νόνν. Δ. 5. 502. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος («πολύβρωτα μέλεα», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βρωτός]], ρηματ. επίθ. του [[βιβρώσκω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ημί</i>-<i>βρωτος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A devoured, mangled, μέλεα, of Actaeon, Nonn.D.5.502.
German (Pape)
[Seite 660] sehr angefressen, verzehrt, Nonn. D. 5, 502.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβρωτος: -ον, καταβεβρωμένος πανταχόθεν, κατεσπαραγμένος, μέλεα, ἐπὶ τοῦ Ἀκταίωνος, Νόνν. Δ. 5. 502.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος («πολύβρωτα μέλεα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βρωτός, ρηματ. επίθ. του βιβρώσκω (πρβλ. ημί-βρωτος)].