πολυποσία: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
(6_12)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠποσία''': Ἰων. ἡ, ([[πόσις]]) τὸ πολὺ πίνειν, τὸ πίνειν πολὺν [[οἶνον]], (πρβλ. [[πολυδαισία]]), Ἱππ. Ἀφ. 1258, Πολύβ. 5. 15, 2, κτλ.
|lstext='''πολῠποσία''': Ἰων. ἡ, ([[πόσις]]) τὸ πολὺ πίνειν, τὸ πίνειν πολὺν [[οἶνον]], (πρβλ. [[πολυδαισία]]), Ἱππ. Ἀφ. 1258, Πολύβ. 5. 15, 2, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=και πολυποσίη, ἡ, Α [[πολυπότης]]<br />η υπερβολική [[οινοποσία]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠποσία Medium diacritics: πολυποσία Low diacritics: πολυποσία Capitals: ΠΟΛΥΠΟΣΙΑ
Transliteration A: polyposía Transliteration B: polyposia Transliteration C: polyposia Beta Code: poluposi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (πόσις)

   A hard-drinking, Hp.Aph.7.7, Plb. 5.15.2, Ph.1.682, Demoph.Sim.49.

German (Pape)

[Seite 669] ἡ, das Vieltrinken; Pol. 5, 15, 2; Luc. Paras. 16 im plur.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠποσία: Ἰων. ἡ, (πόσις) τὸ πολὺ πίνειν, τὸ πίνειν πολὺν οἶνον, (πρβλ. πολυδαισία), Ἱππ. Ἀφ. 1258, Πολύβ. 5. 15, 2, κτλ.

Greek Monolingual

και πολυποσίη, ἡ, Α πολυπότης
η υπερβολική οινοποσία.