πολυτεχνής: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
(6_7) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠτεχνής''': -ές, ὁ [[μετὰ]] πολλῆς τέχνης εἰργασμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 583. | |lstext='''πολῠτεχνής''': -ές, ὁ [[μετὰ]] πολλῆς τέχνης εἰργασμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 583. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />κατασκευασμένος με πολλή [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>τεχνής</i>. Η [[οξυτονία]] προσδίδει στον τ. παθητική [[σημασία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A wrought with much art, Orph.A.585.
German (Pape)
[Seite 674] ές, künstlich gearbeitet, Orph. Arg. 583.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτεχνής: -ές, ὁ μετὰ πολλῆς τέχνης εἰργασμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 583.
Greek Monolingual
-ές, Α
κατασκευασμένος με πολλή τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. α-τεχνής. Η οξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία].