πολυφανής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship

Source
(6_20)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠφανής''': ποιητ. πουλ-, ές, πολὺ [[φανερός]], [[ἐμφανής]], Εὐστ. 254. 6, Ἰω. Γαζ.
|lstext='''πολῠφανής''': ποιητ. πουλ-, ές, πολὺ [[φανερός]], [[ἐμφανής]], Εὐστ. 254. 6, Ἰω. Γαζ.
}}
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. πουλυφανής, -ές, Μ<br />ο εξαιρετικά [[περίοπτος]], ο πολύ [[φανερός]], ο [[ολοφάνερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομοιο</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφᾰνής Medium diacritics: πολυφανής Low diacritics: πολυφανής Capitals: ΠΟΛΥΦΑΝΗΣ
Transliteration A: polyphanḗs Transliteration B: polyphanēs Transliteration C: polyfanis Beta Code: polufanh/s

English (LSJ)

poet. πουλ-, ές,

   A very conspicuous, Jo.Gaz.Ecphr.2.322, Eust.254.6.

German (Pape)

[Seite 675] ές, vielfach erscheinend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφανής: ποιητ. πουλ-, ές, πολὺ φανερός, ἐμφανής, Εὐστ. 254. 6, Ἰω. Γαζ.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. πουλυφανής, -ές, Μ
ο εξαιρετικά περίοπτος, ο πολύ φανερός, ο ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ομοιο-φανής].