ποριστός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(c1)
 
(33)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0684.png Seite 684]] verschafft, erworben, zu verschaffen, zu erwerben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0684.png Seite 684]] verschafft, erworben, zu verschaffen, zu erwerben.
}}
{{ls
|lstext='''ποριστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πορίσῃ ἢ νὰ πορισθῇ, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πορίζω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να εξοικονομήσει.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 684] verschafft, erworben, zu verschaffen, zu erwerben.

Greek (Liddell-Scott)

ποριστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πορίσῃ ἢ νὰ πορισθῇ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πορίζω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εξοικονομήσει.