πρασοειδής: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_7) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρᾰσοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[πράσον]], Ἱππ. Προγν. 40, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 6, κτλ. | |lstext='''πρᾰσοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[πράσον]], Ἱππ. Προγν. 40, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 6, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που ως [[προς]] το [[χρώμα]] [[είναι]] όμοιος με [[πράσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πράσον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A leek-green, Hp.Prog.11, Arist.Col.795a4.
German (Pape)
[Seite 694] ές, lauchähnlich, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾰσοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πράσον, Ἱππ. Προγν. 40, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 6, κτλ.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που ως προς το χρώμα είναι όμοιος με πράσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + -ειδής].