πρόβροτος: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(6_15)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόβροτος''': ὁ, ὁ πρότερον [[θνητός]], ἀμφίβ. γραφ. ἐν Ἐπιγράμμ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 45.
|lstext='''πρόβροτος''': ὁ, ὁ πρότερον [[θνητός]], ἀμφίβ. γραφ. ἐν Ἐπιγράμμ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 45.
}}
{{grml
|mltxt=ό, Α<br />[[άνθρωπος]] που προϋπήρξε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόβροτος Medium diacritics: πρόβροτος Low diacritics: πρόβροτος Capitals: ΠΡΟΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: próbrotos Transliteration B: probrotos Transliteration C: provrotos Beta Code: pro/brotos

English (LSJ)

ὁ,

   A former mortal, dub. in Epigr. ap. D.L.8.45.

German (Pape)

[Seite 713] ὁ, Einer, der vorher Mensch war, D. L. 8, 45 aus Heraclit.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβροτος: ὁ, ὁ πρότερον θνητός, ἀμφίβ. γραφ. ἐν Ἐπιγράμμ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 45.

Greek Monolingual

ό, Α
άνθρωπος που προϋπήρξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βροτός «θνητός»].