προσεκπνέω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(6_1)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεκπνέω''': [[ἐκπνέω]] [[προσέτι]], Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 331.
|lstext='''προσεκπνέω''': [[ἐκπνέω]] [[προσέτι]], Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 331.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προσεκπνεύσω τὸ πνεῡμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.<br /><b>αρχ.</b><br />εξατμίζομαι.
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκπνέω Medium diacritics: προσεκπνέω Low diacritics: προσεκπνέω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΠΝΕΩ
Transliteration A: prosekpnéō Transliteration B: prosekpneō Transliteration C: prosekpneo Beta Code: prosekpne/w

English (LSJ)

   A evaporate, Zos.Alch.p.173 B.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπνέω: ἐκπνέω προσέτι, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 331.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
1. βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως
2. φρ. «προσεκπνεύσω τὸ πνεῡμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.
αρχ.
εξατμίζομαι.