προσδοκητός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
(6_11) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσδοκητός''': -ή, -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935. | |lstext='''προσδοκητός''': -ή, -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[προσδοκητός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προσδοκῶ]]<br />αυτός που αναμένεται με [[ελπίδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A expected, πάντα π. μοι A.Pr.935; τύχη οὐ π. Polystr.Herc.346p.78V.
Greek (Liddell-Scott)
προσδοκητός: -ή, -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προσδοκητός, -ή, -όν, ΝΑ προσδοκῶ
αυτός που αναμένεται με ελπίδα.