προσκαθεύδω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(6_23)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκαθεύδω''': κοιμῶμαι πλησίον, ἐγγύς, τινι Ἰουλιαν. Ἐπιστολ. 58.
|lstext='''προσκαθεύδω''': κοιμῶμαι πλησίον, ἐγγύς, τινι Ἰουλιαν. Ἐπιστολ. 58.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κοιμάμαι]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθεύδω]] «[[κοιμάμαι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαθεύδω Medium diacritics: προσκαθεύδω Low diacritics: προσκαθεύδω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: proskatheúdō Transliteration B: proskatheudō Transliteration C: proskatheydo Beta Code: proskaqeu/dw

English (LSJ)

   A sleep by or near, τῇ κορυφῇ Jul.Ep.59.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαθεύδω: κοιμῶμαι πλησίον, ἐγγύς, τινι Ἰουλιαν. Ἐπιστολ. 58.

Greek Monolingual

Α
κοιμάμαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καθεύδω «κοιμάμαι»].